δεντρώνω
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek Monolingual
(AM δενδρῶ, -όω)
1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη»)
2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῖσα»)
νεοελλ.
1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή
2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα («δέντρωσε η πλαγιά»)
3. κρύβομαι μέσα στα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δεντρώνω < αρχ. δενδρώ ενεργητική μορφή του δενδρούμαι < δένδρον.