διακωμῳδέω

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακωμῳδέω Medium diacritics: διακωμῳδέω Low diacritics: διακωμωδέω Capitals: ΔΙΑΚΩΜΩΔΕΩ
Transliteration A: diakōmōidéō Transliteration B: diakōmōdeō Transliteration C: diakomodeo Beta Code: diakwmw|de/w

English (LSJ)

satirise, Pl. Grg. 462c, Arist. Po. 1458b6, Jul. Or. 6.203a; abs., DH. Dem. 57.

Spanish (DGE)

poner en ridículo, satirizar μὴ οἴηταί με διακωμῳδεῖν τὸ ἑαυτοῦ ἐπιτήδευμα Pl.Grg.462e, cf. Aristid.Or.3.651, Lib.Decl.19.33, τὸν σεμνὸν αὐτοῦ ... βίον Gr.Nyss.Eun.1.88, τὸν ποιητήν Arist.Po.1458b6, cf. D.H.Dem.57.2, τούτους ... τοὺς ἀπίστους διακωμῳδῶν Ἀριστοφάνης Clem.Al.Strom.4.45.2, τὰ Λακωνικὰ δεῖπνα Ath.142f, cf. Iul.Or.9.202d, Hsch.

German (Pape)

[Seite 585] (in einem Lustspiele) verspotten, τί, Plat. Gorg. 462 e; Arist. poet. 22 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

διακωμῳδῶ :
tourner en ridicule, bafouer.
Étymologie: διά, κωμῳδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κωμῳδέω bespotten.

Russian (Dvoretsky)

διακωμῳδέω: осмеивать (τι Plat. и τινα Arst.).

Greek Monotonic

διακωμῳδέω: μέλ. -ήσω, σατιρίζω, γελοιοποιώ, καθιστώ κάποιον αντικείμενο σάτιρας, διακωμώδησης, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακωμῳδέω: σκώπτω τινὰ (ἐν κωμῳδίᾳ), κάμνω τινὰ ἀντικείμενο κωμῳδίας, Πλάτ. Γοργ. 462Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 9.

Middle Liddell

fut. ήσω
to satirise, Plat.