διακωμῳδέω
English (LSJ)
satirise, Pl. Grg. 462c, Arist. Po. 1458b6, Jul. Or. 6.203a; abs., DH. Dem. 57.
Spanish (DGE)
poner en ridículo, satirizar μὴ οἴηταί με διακωμῳδεῖν τὸ ἑαυτοῦ ἐπιτήδευμα Pl.Grg.462e, cf. Aristid.Or.3.651, Lib.Decl.19.33, τὸν σεμνὸν αὐτοῦ ... βίον Gr.Nyss.Eun.1.88, τὸν ποιητήν Arist.Po.1458b6, cf. D.H.Dem.57.2, τούτους ... τοὺς ἀπίστους διακωμῳδῶν Ἀριστοφάνης Clem.Al.Strom.4.45.2, τὰ Λακωνικὰ δεῖπνα Ath.142f, cf. Iul.Or.9.202d, Hsch.
German (Pape)
[Seite 585] (in einem Lustspiele) verspotten, τί, Plat. Gorg. 462 e; Arist. poet. 22 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
διακωμῳδῶ :
tourner en ridicule, bafouer.
Étymologie: διά, κωμῳδέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κωμῳδέω bespotten.
Russian (Dvoretsky)
διακωμῳδέω: осмеивать (τι Plat. и τινα Arst.).
Greek Monotonic
διακωμῳδέω: μέλ. -ήσω, σατιρίζω, γελοιοποιώ, καθιστώ κάποιον αντικείμενο σάτιρας, διακωμώδησης, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διακωμῳδέω: σκώπτω τινὰ (ἐν κωμῳδίᾳ), κάμνω τινὰ ἀντικείμενο κωμῳδίας, Πλάτ. Γοργ. 462Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 9.
Middle Liddell
fut. ήσω
to satirise, Plat.