διαλοιδορέομαι
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
rail furiously at, τινί Hdt.2.121.δ; ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθείς D.21.86.—Act. only in late authors, v.l. in Lib.Decl. 40.11.
Spanish (DGE)
insultar, injuriar c. dat. τὸν δὲ διαλοιδορέεσθαι πᾶσι ὀργὴν προσποιεύμενον Hdt.2.121δ, σῦς καὶ κύων ἀλλήλαις διελοιδοροῦντο Aesop.250, ἐπῆλθεν κἀμ[οὶ κ] αὶ [ἐ] ξύβρισεν καὶ διελοιδορήσατό μοι POxy.2672.15, cf. SB 9421.21 (ambos III d.C.), Eus.Marcell.1.4.46, Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4 (p.56.31), Lib.Decl.40.11, Olymp.in Phd.55, Procop.Arc.16.18, Sch.Ar.Nu.361c, c. ac. αὐτόν A.Andr.Gr.53.12, τοὺς ... λέγοντας Eust.Mon.Ep.7, c. πρός y ac., Origenes Cels.7.56, abs. ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθείς D.21.86.
French (Bailly abrégé)
διαλοιδοροῦμαι;
lancer des injures grossières, injurier grossièrement, outrager, τινι.
Étymologie: διά, λοιδορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λοιδορέομαι, met dat. tekeer gaan tegen, uitschelden.
Russian (Dvoretsky)
διαλοιδορέομαι: сильно бранить, ругать (τινι Her.): ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθείς pass. = med. Dem. разразившись угрозами и бранью.
Greek Monotonic
διαλοιδορέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., κατηγορώ μανιωδώς, καθυβρίζω, τινι, σε Ηρόδ.· διαλοιδορηθείς, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διαλοιδορέομαι: ἀποθ., ὑβρίζω τινὰ μετὰ πολλῆς σφοδρότητος, τινι Ἡρόδ. 2. 121, 4· ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθείς Δημ. 542. 10.-Τὸ ἐνεργ. μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς παρὰ Λιβαν. 4. 587·-οὐσιστ. διαλοιδόρησις, εως, ἡ, Ἑβδ. (Σειρὰχ 27.5).
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep. to rail furiously at, τινι Hdt.; διαλοιδορηθείς Dem.