διανάω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανάω Medium diacritics: διανάω Low diacritics: διανάω Capitals: ΔΙΑΝΑΩ
Transliteration A: dianáō Transliteration B: dianaō Transliteration C: dianao Beta Code: diana/w

English (LSJ)

flow through, percolate, Plu.Aem.14; cf. διαναῦσαι· διαπλεῦσαι, Hsch.

Spanish (DGE)

manar, fluir διανάειν ἔκ τινων τόπων ὑγρότητας Thphr.Fr.171.11, τὰ γοῦν ὀρυττόμενα τῶν χωρίων ... διανάει Plu.Aem.14.

German (Pape)

[Seite 591] durchfließen, Plut. Aemil. 14.

French (Bailly abrégé)

prés. non contr. διανάει;
sourdre, jaillir.
Étymologie: διά, νάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-νάω doorsijpelen.

Russian (Dvoretsky)

διανάω: источать воду (τὰ ὀρυττόμενα τῶν χωρίων διανάει Plut.).

Greek Monotonic

διανάω: ρέω ανάμεσα, αναβλύζω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διανάω: ῥέω διὰ μέσου, ἀναβλύζω, Θεόφρ. π. Ἰχθ. 7 (ἐκ διορθ. Schneid.), Πλούτ. Αἰμιλ. 14.

Middle Liddell

to flow through, percolate, Plut.