διαπαπταίνω
From LSJ
English (LSJ)
look timidly round, Plu.Fab.11.
Spanish (DGE)
mirar de un lado a otro, lanzar ojeadas πρὸς ἄλλον ἄλλοτε τῶν ἡγεμόνων Plu.Fab.11.
German (Pape)
[Seite 593] scheu umhersehen, πρὸς ἄλλον ἄλλοτε τῶν ἡγεμόνων Plut. Fab. 11.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. διεπάπταινεν;
tourner les yeux de tous côtés.
Étymologie: διά, παπταίνω.
Russian (Dvoretsky)
διαπαπταίνω: (робко) озираться Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαπταίνω: περιβλέπω ἔμφοβος, Πλούτ. Φαβ. 11.
Greek Monolingual
διαπαπταίνω (Α) παπταίνω
κοιτάζω τριγύρω τρομαγμένος.
Greek Monotonic
διαπαπταίνω: κοιτώ συνεσταλμένα ολόγυρα, σε Πλούτ.