διαφιλοτιμέομαι

English (LSJ)

strive emulously or strive earnestly, Thphr. HP 4.4.1; τινὶ ὑπέρ τινος Plu.Arist.16.

Spanish (DGE)

1 esforzarse, poner todo el interés c. part. pred. φυτεύων ... καὶ πραγματευόμενος Thphr.HP 4.4.1.
2 rivalizar περὶ τῆς ἡγεμονίας D.S.15.38, ὑπὲρ τοῦ ... ἔχειν Plu.Arist.16, ὑπὲρ ἡγεμονίας ... πρὸς αὐτόν Plu.Eum.8, πρὸς Νικοκλέα Ael.VH 7.2, cf. D.S.17.9.

German (Pape)

[Seite 611] dep. pass., sich mit Einem um die Wette beeifern, indem man eine Ehre worin setzt; Theophr.; τινὶ ὑπέρ τινος, Plut. Arist. 16.

French (Bailly abrégé)

διαφιλοτιμοῦμαι;
f. ήσομαι;
lutter, rivaliser : τινι ὑπέρ τινος disputer à qqn l'honneur de qch.
Étymologie: διά, φιλοτιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαφῐλοτῑμέομαι: соревноваться: δ. ὑπὲρ ἡγεμονίας πρός τινα Plut. оспаривать у кого-л. первенство.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῐλοτῑμέομαι: ἀποθ., ἀγωνίζομαι φιλοτιμούμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 1· τινι ὑπέρ τινος Πλούτ. Ἀριστείδ. 16.

Greek Monotonic

διαφῐλοτῑμέομαι: αποθ., διαγωνίζομαι προς κάποιον στη φιλοτιμία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep. to strive emulously, Plut.