διβολία

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐβολία Medium diacritics: διβολία Low diacritics: διβολία Capitals: ΔΙΒΟΛΙΑ
Transliteration A: dibolía Transliteration B: dibolia Transliteration C: divolia Beta Code: diboli/a

English (LSJ)

ἡ,
A = δίβολος χλαῖνα, Plu. 2.754f.
II double-pointed lance, halbert, Ar.Fr.476, Men.Kol.30, Hdn.2.13.4; of a German weapon, Plu.Mar.25.

Spanish (DGE)

(δῐβολία) -ας, ἡ
1 dardo de doble punta Ar.Fr.492, Men.Col.31, Plu.Mar.25, Hdn.2.13.4.
2 manto con doble pliegue Plu.2.754f.

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, 1) eine doppelspitzige Wurfwaffe, Hellebarde, Ar. bei Poll. 7, 33. 157; Hdn. 2, 13, 4. S. das Folgde. – 2) = δίβολος χλαῖνα, Plut. Amat. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 javelot à double ranchant;
2 manteau double, càd avec doublure, ou, sel. d'autres dont on croise un pan sur l'épaule.
Étymologie: δίβολος.

Russian (Dvoretsky)

διβολία:
1 обоюдоострое метательное оружие Arph., Plut.;
2 диболия (одежда, дважды охватывавшая тело) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διβολία: ἡ, (βάλλω) = δίβολος χλαῖνα Πλούτ. 2. 754F. II. δίστομος λόγχη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 401. Ἡρῳδιαν. 2. 13·‒ ἐν Πλούτ. Μαρ. 25, Γερμανικὸν ὅπλον, ὅπερ πιθανῶς εἶναι ἡ framea ἐν Τακίτ. Γερμ. 6.

Greek Monolingual

η (ΑΝ) δίβολος
αρχ.
1. δίβολος χλαίνα
2. δίστομη λόγχη
3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι
δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο
νεοελλ.
μικρό έντομο.

Greek Monotonic

διβολία: ἡ, δίστομη λόγχη, λογχοπέλεκυς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δι-βολία, ἡ, n [from δίβολος
a double-edged lance, halbert, Plut.