διβολία
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ἡ,
A = δίβολος χλαῖνα, Plu. 2.754f.
II double-pointed lance, halbert, Ar.Fr.476, Men.Kol.30, Hdn.2.13.4; of a German weapon, Plu.Mar.25.
Spanish (DGE)
(δῐβολία) -ας, ἡ
1 dardo de doble punta Ar.Fr.492, Men.Col.31, Plu.Mar.25, Hdn.2.13.4.
2 manto con doble pliegue Plu.2.754f.
German (Pape)
[Seite 614] ἡ, 1) eine doppelspitzige Wurfwaffe, Hellebarde, Ar. bei Poll. 7, 33. 157; Hdn. 2, 13, 4. S. das Folgde. – 2) = δίβολος χλαῖνα, Plut. Amat. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 javelot à double ranchant;
2 manteau double, càd avec doublure, ou, sel. d'autres dont on croise un pan sur l'épaule.
Étymologie: δίβολος.
Russian (Dvoretsky)
διβολία: ἡ
1 обоюдоострое метательное оружие Arph., Plut.;
2 диболия (одежда, дважды охватывавшая тело) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διβολία: ἡ, (βάλλω) = δίβολος χλαῖνα Πλούτ. 2. 754F. II. δίστομος λόγχη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 401. Ἡρῳδιαν. 2. 13·‒ ἐν Πλούτ. Μαρ. 25, Γερμανικὸν ὅπλον, ὅπερ πιθανῶς εἶναι ἡ framea ἐν Τακίτ. Γερμ. 6.
Greek Monolingual
η (ΑΝ) δίβολος
αρχ.
1. δίβολος χλαίνα
2. δίστομη λόγχη
3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι
δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο
νεοελλ.
μικρό έντομο.
Greek Monotonic
διβολία: ἡ, δίστομη λόγχη, λογχοπέλεκυς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δι-βολία, ἡ, n [from δίβολος
a double-edged lance, halbert, Plut.