δυσθανής
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
δυσθανές, unhappy in death, AP9.81 (Crin.).
Spanish (DGE)
(δυσθᾰνής) -ές
1 de pers. de muerte miserable o desgraciada, AP 9.81 (Crin.), cf. Eust.1706.6, glos. a ὑπόμορος Sch.Luc.24.29.
2 de abstr. miserable βίοτος Gr.Naz.M.37.1258A.
German (Pape)
[Seite 681] ές, eines schweren Todes gestorben, Crinag. 34 (IX, 81).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui meurt misérablement.
Étymologie: δυσ-, ἔθανον ou θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
δυσθᾰνής: умерший безвременной смертью Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθᾰνής: -ές, δύσκολον, κακὸν θάνατον ἀποθανών, Ἀνθ. Π. 9. 81.
Greek Monolingual
δυσθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε με κακό ή επώδυνο θάνατο.
Greek Monotonic
δυσθᾰνής: -ές (θανεῖν), αυτός που έχει πεθάνει με σκληρό, βασανιστικό θάνατο, σε Ανθ.