δυσθανής

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθᾰνής Medium diacritics: δυσθανής Low diacritics: δυσθανής Capitals: ΔΥΣΘΑΝΗΣ
Transliteration A: dysthanḗs Transliteration B: dysthanēs Transliteration C: dysthanis Beta Code: dusqanh/s

English (LSJ)

δυσθανές, unhappy in death, AP9.81 (Crin.).

Spanish (DGE)

(δυσθᾰνής) -ές
1 de pers. de muerte miserable o desgraciada, AP 9.81 (Crin.), cf. Eust.1706.6, glos. a ὑπόμορος Sch.Luc.24.29.
2 de abstr. miserable βίοτος Gr.Naz.M.37.1258A.

German (Pape)

[Seite 681] ές, eines schweren Todes gestorben, Crinag. 34 (IX, 81).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui meurt misérablement.
Étymologie: δυσ-, ἔθανον ou θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

δυσθᾰνής: умерший безвременной смертью Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθᾰνής: -ές, δύσκολον, κακὸν θάνατον ἀποθανών, Ἀνθ. Π. 9. 81.

Greek Monolingual

δυσθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε με κακό ή επώδυνο θάνατο.

Greek Monotonic

δυσθᾰνής: -ές (θανεῖν), αυτός που έχει πεθάνει με σκληρό, βασανιστικό θάνατο, σε Ανθ.

Middle Liddell

δυσ-θᾰνής, ές θανεῖν
having died a hard death, Anth.