δωδεκάπους
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, δωδεκάπουν, τό, gen. ποδος, twelve feet long, Men. 364, Gal.10.33.
Spanish (DGE)
-ποδος
de doce pies de largo, en gen. como indicación temp. κληθείς ... εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος invitado a cenar cuando la sombra del gnomon del reloj de sol es de doce pies Men.Fr.265.3, cf. Hsch., ξύλα ... μῆκος δωδεκάποδα IG 22.1672.148, cf. 147 (IV a.C.), ἔστω τὸ πρίσμα δωδεκάπουν Sch.Euc.12.42, cf. Gal.10.33.
German (Pape)
[Seite 694] ουν, οδος, zwölffüßig; στοιχεῖον, σκιά, von dem Schatten der Sonnenuhr; wenn dieser zwölffüßig, war es Essenszeit, κληθεὶς εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος, sc. σκιᾶς οὔσης, Menand. bei Ath. VI, 245 a; B. A. 242.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάπους: ποδος adj. длиной в двенадцать (греческих) футов; δωδεκάποδος (sc. σκιᾶς οὔσης) Men. когда тень достигает двенадцати футов в длину, т. е. поздно вечером.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάπους: ὁ, ἡ, δώδεκα πόδας μακρός, Μένανδ. Ὀργ. 1.
Greek Monolingual
δωδεκάπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μήκος δώδεκα ποδών.