δωδεκάπους

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάπους Medium diacritics: δωδεκάπους Low diacritics: δωδεκάπους Capitals: ΔΩΔΕΚΑΠΟΥΣ
Transliteration A: dōdekápous Transliteration B: dōdekapous Transliteration C: dodekapous Beta Code: dwdeka/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, δωδεκάπουν, τό, gen. ποδος, twelve feet long, Men. 364, Gal.10.33.

Spanish (DGE)

-ποδος
de doce pies de largo, en gen. como indicación temp. κληθείς ... εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος invitado a cenar cuando la sombra del gnomon del reloj de sol es de doce pies Men.Fr.265.3, cf. Hsch., ξύλα ... μῆκος δωδεκάποδα IG 22.1672.148, cf. 147 (IV a.C.), ἔστω τὸ πρίσμα δωδεκάπουν Sch.Euc.12.42, cf. Gal.10.33.

German (Pape)

[Seite 694] ουν, οδος, zwölffüßig; στοιχεῖον, σκιά, von dem Schatten der Sonnenuhr; wenn dieser zwölffüßig, war es Essenszeit, κληθεὶς εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος, sc. σκιᾶς οὔσης, Menand. bei Ath. VI, 245 a; B. A. 242.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάπους: ποδος adj. длиной в двенадцать (греческих) футов; δωδεκάποδος (sc. σκιᾶς οὔσης) Men. когда тень достигает двенадцати футов в длину, т. е. поздно вечером.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάπους: ὁ, ἡ, δώδεκα πόδας μακρός, Μένανδ. Ὀργ. 1.

Greek Monolingual

δωδεκάπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μήκος δώδεκα ποδών.