δωδεκαμήχανος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκαμήχᾰνος Medium diacritics: δωδεκαμήχανος Low diacritics: δωδεκαμήχανος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: dōdekamḗchanos Transliteration B: dōdekamēchanos Transliteration C: dodekamichanos Beta Code: dwdekamh/xanos

English (LSJ)

δωδεκαμήχανον, (μηχανή) knowing twelve arts or knowing twelve tricks, ἄστρον E.Fr.755 (lyr.); of a courtesan, Ar.Ra. 1327 (et Sch.), cf. Pl.Com.134.

Spanish (DGE)

(δωδεκαμήχᾰνος) -ον
que recorre los doce signos del zodiaco, ἄστρον E.Fr.Hyps.137
de ahí, paród. hábil en doce mañas, ducho en doce mañas de un poeta trágico, Pl.Com.143
experta en doce posturas para el acto sexual, de una prostituta, Ar.Ra.1327, Hsch., cf. Lex.Tht.135.

German (Pape)

[Seite 693] zwölf Künste verstehend, Ar. Ran. 1323, nach Schol. Anspielung auf einen Ausdruck des Eur., δ. ἄστρον, die durch die zwölf Zeichen des Tierkreises gehende Sonne; vgl. Plat. Sophist. beim Schol. Pax 792.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui connaît douze postures (courtisane);
2 qui parcourt les douze constellations (astre).
Étymologie: δώδεκα, μηχανή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαμήχανος -ον [δώδεκα, μηχανή] van de twaalf kunstjes; subst.: τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης de twaalf kunstjes van Cyrene (een bekende courtisane; de ‘kunstjes’ zijn seksuele handelingen) Aristoph. Ran. 1327.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαμήχᾰνος: знающий двенадцать (различных) приемов: τὸ δωδεκαμήχανον ἄστρον Eur. светило двенадцати путей (предполож. - о солнце, проходящем через 12 знаков зодиака).

Greek Monolingual

δωδεκαμήχανος, -ον (Α)
1. αυτός που χρησιμοποιεί δώδεκα τεχνάσματα
2. (για εταίρα) φρ. «ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης μελοποιῶν» — συνθέτοντας μελωδίες ανάλογες με τις δώδεκα διαφορετικές στάσεις με τις οποίες η Κυρήνη εξυπηρετεί τους πελάτες της (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

δωδεκαμήχᾰνος: -ον (μηχανή), αυτός που γνωρίζει δώδεκα τεχνάσματα ή κόλπα, πολυμήχανος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαμήχᾰνος: -ον, (μηχανὴ) γνωρίζων δώδεκα μηχανάς, τέχνας, τρόπους, Εὐρ. Ἀποσπ. 755, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1327 (καὶ αὐτ. τὸν Σχολ.), Πλάτ. Κωμ. Σοφ. 1.

Middle Liddell

δωδεκα-μήχᾰνος, ον μηχανή
knowing twelve arts or tricks, Ar.