εκκαλώ
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκκαλῶ)
Ι. προσβάλλω δικαστική απόφαση με το ένδικο μέσο της έφεσης
αρχ.-μσν.
ἐκκαλούμαι
παρακινῶ
μσν.
1. ονομάζω
2. καλῶ, προσκαλῶ
3. μηνύω, καταγγέλλω
αρχ.
1. φωνάζω κάποιον να βγει έξω
2. μέσ. διεγείρω
3. προκαλώ κάποιον να πράξει κάτι
4. ζητώ, απαιτώ
5. μέσ. επικαλούμαι εναντίον κάποιου
6. αναφέρω
II. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο εκκαλών (AM ἐκκαλῶν)
εκείνος ο οποίος προσβάλλει πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση με το νόμιμο μέσο της έκκλησης.