εκπορνεύω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐκπορνεύω)
προάγω σε πορνεία, εκμαυλίζω
νεοελλ.
εξευτελίζω, ατιμάζω
μσν.
(για γη) δεν αποδίδω
αρχ.
ασκώ την πορνεία ως επάγγελμα.
Translations
(make one a) prostitute
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba