ἐξανθρωπίζω

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανθρωπίζω Medium diacritics: ἐξανθρωπίζω Low diacritics: εξανθρωπίζω Capitals: ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΖΩ
Transliteration A: exanthrōpízō Transliteration B: exanthrōpizō Transliteration C: eksanthropizo Beta Code: e)canqrwpi/zw

English (LSJ)

A humanize, bring down to men, τὰ θεῖα Plu.2.360a; φιλοσοφίαν, of Socrates, ib.582b.
II [πνεύμασι καὶ χυμοῖσι] χρῆται (sc. the new-born child) ἧσσον ἐξηνθρωπισμένοις less humanized (than those enjoyed by the foetus), Hp.Oct.12.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. aor. opt. plu. 2a pers. ἐξανθρωπισθείητε Synes.Regn.14]
I 1intr. poner a nivel humano, humanizar τῷ ἀθέῳ Λέοντι ... ἐξανθρωπίζοντι τὰ θεῖα Plu.2.360a, cf. Gr.Nyss.Eun.3.2.19, Or.Catech.14.26, Σωκράτους ... ἀτυφίᾳ καὶ ἀφελείᾳ ... φιλοσοφίαν ἐξανθρωπίσαντος Plu.2.582b, en v. pas. τὸ δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε temer que se le considere hombre al emperador, Synes.Regn.14.
2 apartarse de los hombres, de la vida eremítica vivir apartado de los hombres Origenes Fr.in Ps.101.7, Eus.M.23.1253C.
II en v. med., intr. ser propio del hombre, medic. ir bien al ser humano, estar adaptado al ser humano del alimento elaborado por la mujer para el feto (πᾶσι ξένοισι) χρῆται ... ἧσσον ἐξηνθρωπισμένοις (el recién nacido) se alimenta con todo tipo de elementos extraños que no han sido tan bien adaptados al ser humano (como los que toma en el útero), Hp.Oct.3.

German (Pape)

[Seite 869] zum Menschen, menschlich machen; τὴν φιλοσοφίαν, von Sokrates, der die Philosophie dem Menschen näher brachte, Plut. gen. Socr. 12; τὰ θεῖα de Is. et Osir. 23 u. K. S.; σιτία ἐξηνθρωπισμένα, dem Menschen angemessene, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

rendre humain, donner un caractère humain à, acc..
Étymologie: ἐξ, ἄνθρωπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανθρωπίζω:
1 очеловечивать, уподоблять человеку (τὰ θεῖα Plut.);
2 делать человечным, приближать к человеку (φιλοσοφίαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθρωπίζω: καταβιβάζω μέχρι τῶν ἀνθρώπων, καθιστῶ, ἀνθρώπινον, θαυμάζοντα Σωκράτους ἀνδρὸς ἀτυφίᾳ καὶ ἀφελείᾳ μάλιστα δὴ φιλοσοφίαν ἐξανθρωπίσαντος Πλούτ. 2. 582B· ἐξανθρωπίζοντι τὰ θεῖα ὁ αὐτ. 360A· μή τις υἱὸν ἀκούσας ἐξανθρωπίσῃ τὸ θεῖον Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 534: - Παθ., δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε, μήπως φανῆτε ὡς κοινοὶ ἄνθρωποι, περὶ τῶν αὐτοκρατόρων, Συνέσ. 14D. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ Παθ., σιτία ἐξηνθρωπισμένα, κατάλληλα πρὸς χρῆσιν τῶν ἀνθρώπων, Ἱππ. 259. 16.

Greek Monolingual

(AM ἐξανθρωπίζω) εξάνθρωπος
μσν.- νεοελλ.
εξημερώνω, εκπολιτίζω
μσν.
παθ.
1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῦν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα)
2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες
αρχ.
1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο για άνθρωπο («σιτία ἐξηνθρωπισμένα», Ιπποκρ.)
2. φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους, συμπεριφέρομαι ως κοινός άνθρωπος («δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε»
[για αυτοκράτορες] να φοβάστε μήπως φανείτε ως κοινοί άνθρωποι, Συν.).