επάρχω
From LSJ
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
Greek Monolingual
ἐπάρχω (AM)
μσν.-αρχ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων
ο έπαρχος
αρχ.
1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.)
2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ' ἄν ἔθνους ἐπάρξαι», Ξεν.)
3. μέσ. ἐπάρχομαι
α) βγάζω κρασί από κρατήρα και γεμίζω τα κύπελλα για να κάνω σπονδή
β) προσφέρω («νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην... χερσὶν ἐπήρξατο», Ύμν. εις Απόλλ.)
4. αρχίζω, κάνω αρχή
5. απάρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχω].