επάρχω
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
ἐπάρχω (AM)
μσν.-αρχ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων
ο έπαρχος
αρχ.
1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.)
2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ' ἄν ἔθνους ἐπάρξαι», Ξεν.)
3. μέσ. ἐπάρχομαι
α) βγάζω κρασί από κρατήρα και γεμίζω τα κύπελλα για να κάνω σπονδή
β) προσφέρω («νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην... χερσὶν ἐπήρξατο», Ύμν. εις Απόλλ.)
4. αρχίζω, κάνω αρχή
5. απάρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχω].