ἐρήμωσις
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
-εως, ἡ, making desolate, destruction, desolation, LXX Le.26.34, al., Heph.Astr.1.21; χωρίου Arr.An.1.9.7; βδέλυγμα τῶν ἐ. LXX Da.9.27, cf. Ev.Matt.24.15.
German (Pape)
[Seite 1027] ἡ, die Verwüstung, Arr. An. 1, 9, 13 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐρήμωσις: εως ἡ опустошение: βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως NT мерзость запустения.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρήμωσις: -εως, ἡ, τελεία ἐγκατάλειψις, καταστροφή, Ἑβδ. (Λευιτ. ΚϚ΄, 34, Παρ. Β, 30 κτλ.), Ἀρρ. Ἀν. 1. 9, 13.
English (Strong)
from ἐρημόω; despoliation: desolation.
English (Thayer)
ἐρημεως, ἡ (ἐρημόω), a making desolate, desolation: βδέλυγμα, c. (Arrian exp. Alex. 1,9, 13; the Sept. several times for חָרְבָּה, שַׁמָּה, etc.)
Chinese
原文音譯:™r»mosij 誒雷摩西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:荒涼(著)
字義溯源:因毀壞而荒蕪,行毀壞,荒廢,荒涼,荒場毀壞,毀壞;源自(ἐρημόω)=成了荒場);而 (ἐρημόω)出自(ἔρημος)*=曠野)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 行毀壞(2) 太24:15; 可13:14;
2) 荒涼(1) 路21:20
French (New Testament)
εως (ἡ) désolation ; dévastation
ἐρημόω
Translations
destruction
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום