εὐσχημοσύνη

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσχημοσύνη Medium diacritics: εὐσχημοσύνη Low diacritics: ευσχημοσύνη Capitals: ΕΥΣΧΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: euschēmosýnē Transliteration B: euschēmosynē Transliteration C: efschimosyni Beta Code: eu)sxhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,
A gracefulness, elegance, Pl.Smp.196a, X.Cyr.5.1.5; decorum, Arist.EN1128a25; refinement, Id.Pol.1329b28; βίου, ῥημάτων, Pl.R.588a, Lg.627d (but also κίβδηλος εὐσχημοσύνη a spurious respectability, Id.R.366b).
2 of the body, 1 Ep.Cor.12.23; ἡ τοῦ σώματος εὐσχημοσύνη IGRom.4.1029.35 (Astypalaea, i B.C.).
II proper treatment, adequate maintenance, IG9(1).189 (Tithora).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
extérieur décent, maintien grave, bonne tenue.
Étymologie: εὐσχήμων.

German (Pape)

ἡ, die gute Haltung, äußerer Anstand, καὶ εὐαρμοστία Plat. Rep. III.400d; βίου IX.588a; von einer Frau, Xen. Cyr. 5.1.4, wie Pol. 10.18.7; vgl. DS. 5.32.

Russian (Dvoretsky)

εὐσχημοσύνη:
1 благопристойность, благовоспитанность Arst., Plut.: εὐ. βίου Plat. достойный образ жизни;
2 благородство, изящество (ῥημάτων Plat.);
3 прелесть, красота (sc. τὴς γυναικός Xen., Polyb.; Ἔρωτος Plat.; τοῦ σώματος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσχημοσύνη: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐσχήμων, κοσμιότης, Πλάτ. Συμπ. 196Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 5· βίου, ῥημάτων Πλάτ. Πολ. 588Α, Νόμ. 627D.

English (Strong)

from εὐσχήμων; decorousness: comeliness.

English (Thayer)

ἐυσχημοσυνης, ἡ (εὐσχήμων, which see), charm or elegance of figure, external beauty, decorum, modesty, seemliness (Xenophon, Plato, Polybius, Diodorus, Plutarch); of external charm, comeliness: 1 Corinthians 12:23.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐσχημοσύνη)
η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα
αρχ.
καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)].

Greek Monotonic

εὐσχημοσύνη: ἡ, χάρη, αβροί τρόποι, ευπρέπεια, κοσμιότητα, σεμνότητα, ευγένεια, σε Ξεν., Πλάτ.

Middle Liddell

εὐσχημοσύνη, ἡ,
gracefulness, decorum, Xen., Plat.

Chinese

原文音譯:eÙschmosÚnh 由士黑摩需尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-風度 共同(的)
字義溯源:端莊,俊美,適當,謙遜;源自(εὐσχήμων)=好形態,尊貴的);由(εὖ / εὖγε)=好)與(σχῆμα)=風度)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (σχῆμα)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 俊美(1) 林前12:23

English (Woodhouse)

good behaviour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)