εἰσαγγελεύς
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A one who announces, usher at the Persian and Ptolemaic courts, Hdt.3.84, D.S.16.47, Klio12.365 (Alexandria, ii B.C.), PTeb.179 (ii B.C.), cf. Plu.Alex.46, Jul.Mis.365b, etc.
2 metaph. of the senses, Them.in de An.87.8.
II accuser, Suid.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.3.84
1 introductor, ujier de cámara, en la corte del rey persa παριέναι ἐς τὰ βασιλήια ... ἄνευ ἐσαγγελέος entrar en el palacio real sin ujier como privilegio, Hdt.l.c., οὗτος δ' ἦν εἰ. τοῦ βασιλέως D.S.16.47, en la corte ptolemaica Θεαγένης τῶν πρώτων φίλων καὶ τῶν ἐφημερευόντων τοῖς βασιλεῦσιν εἰσαγγελέων SB 5021.8, cf. SEG 2.871.11 (ambas Alejandría II a.C.), UPZ 12.2, 13.3 (ambos II a.C.), εἰ. βασιλικοῦ γραμματέως PTeb.112.28 (II a.C.), del hist. Cares que lo fue de Alejandro, Plu.Alex.46, en Etiopía, Hld.10.22.6, 34.1
•designando el tít. lat. magister officiorum Iul.Mis.365b
•fig. de los sentidos, Them.in de An.87.8.
2 jur. acusador, denunciante εἰ.· ὁ τῶν δημοσίων καὶ μεγάλων μηνυτής Sud., cf. Gloss.2.286.
German (Pape)
[Seite 739] ὁ, der da anmeldet, ein Hofbeamter beim Perserkönig; παριέναι εἰς τὰ βασιλήϊα πάντα τὸν βουλόμενον τῶν ἑπτὰ ἄνευ ἐσαγγελέος Her. 3, 84; D. Sic. 16, 47; Plut. Alex. 46; Ael. V. H. 1, 21. Nach Suid. auch der Anzeiger, Denunciant.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
introducteur à la cour du roi de Perse.
Étymologie: εἰσαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσαγγελεύς: έως, ион. ἐσαγγελεύς, έος ὁ докладывающий о посетителях (преимущ. при персидском дворе) Her., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσαγγελεύς: έως, ὁ, ὁ εἰσαγγέλλων, θεράπων ἐν τῇ Περσικῇ αὐλῇ εἰσαγγέλλων εἰς τὸν βασιλέα καὶ εἰσάγων τοὺς προσερχομένους, Ἡρόδ. 3. 84, Διόδ. 16. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 46, κλ.· πρβλ. Philol. Mus. 1. 373 κἑξ. ΙΙ. «ὁ τῶν δημοσίων καὶ μεγάλων μηνυτὴς» Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. σ. 626.
Greek Monotonic
εἰσαγγελεύς: -έως, ὁ, αυτός που αναγγέλλει, υπηρέτης που προηγείται για να αναγγείλει κάποιον ενώπιον του βασιλιά στην Περσική αυλή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εἰσαγγελεύς, έως,
one who announces, a gentleman usher at the Persian court, Hdt. [from εἰσαγγέλλω