εἰσθέω
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
run into or in, J.BJ6.4.6, Philostr.VA1.28, D.C.62.16, etc.; ἐσθεῖ πρὸς ἡμᾶς runs up to us, Ar.Av.1169.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- D.C.62.16.4, Philostr.VA 1.28
1 según cont. ir o venir corriendo, irrumpir πρὸς ἡμᾶς Ar.Au.1169, εἴσω D.C.l.c., cf. Cyr.Al.M.77.757D, ἐσέθεον οὖν εὐαγγελιζόμενοι πᾶσιν Philostr.l.c., de naves, D.S.14.62.2.
2 en cont. bélico acometer, cargar τῶν ταγμάτων εἰσθεόντων ... αἱ ὁρμαί I.BI 6.257.
German (Pape)
[Seite 743] (s. θέω), hineinlaufen; εἴσω, D. Cass. 62, 16; πρός τινα, herbeilaufen, Ar. Av. 1169; Sp.
French (Bailly abrégé)
1 courir dans;
2 accourir, courir vers.
Étymologie: εἰς, θέω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσθέω: староатт. ἐσθέω вбегать, прибегать (πρός τινα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω ἐντός, εἰς ἢ πρός τι, Δίων Κ. 62. 16, κτλ.· εἰσθέειν πρός τινα, τρέχειν πρὸς αὐτόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169.
Greek Monolingual
εἰσθέω (Α)
1. τρέχω μέσα σε κάτι ή με κατεύθυνση προς κάτι
2. τρέχω σε κάποιον.
Greek Monotonic
εἰσθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω μέσα, φθάνω τρέχοντας σε αυτόν, σε Αριστοφ.