εὐδαιμόνημα
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
-ατος, τό, piece of good luck, Luc.Im.22, Stoic.3.136(pl.).
German (Pape)
[Seite 1060] τό, Glückseligkeit, Luc. Imag. 22 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
succès, bonheur.
Étymologie: εὐδαιμονέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμόνημα: ατος τό счастливый случай, счастье, успех, удача (οὐ γὰρ μικρὸν τοῦτο εὐ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμόνημα: τό, καλὴ τύχη, εὐτυχία, εὐτύχημα, Λουκιαν. Εἰκ. 22, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 194.
Greek Monolingual
εὐδαιμόνημα, τὸ (Α) ευδαιμονώ
καλή τύχη, δώρο της τύχης («οὐ γὰρ μικρὸν εὐδαιμόνημα γυνή», Λουκιαν.).