εὐκληρέω
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
to be fortunate, Teles p.60 H.: c. acc. cogn., (κλῆρον) AP11.128 (Pollian.).
German (Pape)
[Seite 1075] ein gutes Loos haben, glücklich sein, Teles Stob. Floril. 108, 83; κλῆρον, Pollian. 3 (XI, 128).
French (Bailly abrégé)
εὐκληρῶ :
obtenir un bon lot, être heureux.
Étymologie: εὔκληρος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκληρέω: быть счастливым: εὐ. κλῆρον Anth. наслаждаться счастливым жребием.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκληρέω: εἶμαι εὔκληρος, εἶμαι τυχηρός, ἔχω καλὴν μερίδα, Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 35· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κλῆρον Ἀνθ. Π. 11. 128.
Greek Monotonic
εὐκληρέω: μέλ. -ήσω, έχω καλό λαχνό, παίρνω καλό κλήρο, έχω καλή τύχη, σε Ανθ.