εὐμενέω
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
A to be gracious, Ps.-Phoc.142, Opp.C.1.9, etc.; τινι to one, A.R.2.260, Theoc.17.62.
II c. acc., deal kindly with, ἀνεψιόν Pi.P.4.127 (s.v.l.); but also,
2 Pass., of benefits graciously bestowed, IPE12.362.12 (Cherson.).
German (Pape)
[Seite 1080] nur praes., ein εὐμενής sein, wohlwollend, freundlich, gnädig sein, gew. im partic., φίλον εὐμενέοντα Phocyl. 134; εὐμενέοι Τιτὰν Φαέθων Opp. Cyn. 1, 9; von Todten, εὐχέσθω κνώσσειν εὐμενέοντα νέκυν Alc. 18 (VII, 536); τινί, Ap. Rh. 2, 260. – Transit., Pind. P. 4, 127 εὐμενέοντες ἀνεψιόν, ihn freundlich empfangen.
French (Bailly abrégé)
εὐμενῶ :
seul. prés.
être bienveillant, bon, doux.
Étymologie: εὐμενής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενέω:
1 быть благосклонным, милостивым Theocr., Anth.;
2 ласково обращаться (τινα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενέω: εἶμαι εὐμενής, εὔνους, Ψευδο-Φωκυλ. 134, Θεόκρ. 17. 62, Ὀππ. Κυν. 1. 9, κτλ.· τινι, πρός τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 260. ΙΙ. μετ’ αἰτ., φέρομαι μετ’ εὐμενείας πρός τινα, Πινδ. Π. 4. 225· πρβλ. ἀνδάνω καὶ ἀρέσκω μετ. αἰτ.
English (Slater)
εὐμενέω show kindness to c. acc. Ἄδματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος εὐμενέοντες ἀνεψιόν (P. 4.127)
Greek Monotonic
εὐμενέω:I. είμαι καταδεκτικός, είμαι προσηνής, ευμενής, καλοσυνάτος, σε Θεόκρ.
II. με αιτ., φέρομαι με ευγένεια σε κάποιον, σε Πίνδ.
Middle Liddell
εὐμενέω,
I. to be gracious, Theocr.
II. c. acc. to deal kindly with, Pind. [from εὐμενής