εὔνημα
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
-ατος, τό, (εὐνάω) marriage, E.Ion304 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1082] τό, Beischlaf, Ehe, Eur. Ion 304, plur.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
union, hymen.
Étymologie: εὐνάω.
Russian (Dvoretsky)
εὔνημα: ατος τό брачный союз Eur.
Greek (Liddell-Scott)
εὔνημα: τό, (εὐνάω) συγκοίμησις, συζυγία, Εὐρ, Ἴων 304, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὔνημα, τὸ (Α) ευνώ
γάμος, συζυγία, συγκοίμηση.
Greek Monotonic
εὔνημα: -ατος, τό (εὐνάω), γάμος, συζυγία, σε Ευρ.