εὔποκος
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
εὔποκον, fleecy, νομεύματα A.Ag.1416, cf. Hymn.Curet.48.
German (Pape)
[Seite 1089] mit guter Wolle, schönwollig, νομεύματα Aesch. Ag. 1390.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, πόκος.
Russian (Dvoretsky)
εὔποκος: с красивой шерстью, густорунный (νομεύματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔποκος: -ον, πλούσιος εἰς ἔριον, ἐριώδης, ἔμμαλλος, μήλων φλεόντων εὐπόκοις νομεύμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416.
Greek Monolingual
εὔποκος, -ον (Α)
μαλλιαρός, με πλούσιο μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόκος «μαλλί»].
Greek Monotonic
εὔποκος: -ον, πλούσιος σε μαλλί, μαλλιαρός, χνουδάτος, δασύτριχος, σε Ανθ.