εὔποκος

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποκος Medium diacritics: εὔποκος Low diacritics: εύποκος Capitals: ΕΥΠΟΚΟΣ
Transliteration A: eúpokos Transliteration B: eupokos Transliteration C: eypokos Beta Code: eu)/pokos

English (LSJ)

εὔποκον, fleecy, νομεύματα A.Ag.1416, cf. Hymn.Curet.48.

German (Pape)

[Seite 1089] mit guter Wolle, schönwollig, νομεύματα Aesch. Ag. 1390.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle toison.
Étymologie: εὖ, πόκος.

Russian (Dvoretsky)

εὔποκος: с красивой шерстью, густорунный (νομεύματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔποκος: -ον, πλούσιος εἰς ἔριον, ἐριώδης, ἔμμαλλος, μήλων φλεόντων εὐπόκοις νομεύμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416.

Greek Monolingual

εὔποκος, -ον (Α)
μαλλιαρός, με πλούσιο μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόκος «μαλλί»].

Greek Monotonic

εὔποκος: -ον, πλούσιος σε μαλλί, μαλλιαρός, χνουδάτος, δασύτριχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-ποκος, ον
rich in wool, fleecy, Aesch.