ζελατίνη
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
και ζελατίνα, η
1. πρωτεϊνική ουσία ζωικής προέλευσης με ικανότητα σχηματισμού πήγματος, κν. τζελ, με πολλές χρήσεις στη μαγειρική, ζαχαροπλαστική και βιομηχανία
2. (κατ' επέκτ.) α) κολλώδης πολτός προερχόμενος από φρούτα, κρέας ή ψάρια
β) διαφανές φύλλο χρησιμοποιούμενο στην τυπογραφία κ.α.
γ) διαφανές χαρτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. gelat-ina (< λατ. επιθ. gelatus «παγωμένος»)].