ζηλομανής
From LSJ
αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast
English (LSJ)
ζηλομανές, mad with jealousy, κόλασμα ib.5.217 (Agath.), cf. Nonn. D. 41.211.
German (Pape)
[Seite 1138] ές, vor Eifersucht rasend, Ἄρης Nonn. D. 41, 211; κόλασμα Agath. 14 (V, 218).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
furieux par jalousie.
Étymologie: ζῆλος, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ζηλομᾰνής: вызываемый бешеной ревностью (κόλασμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ζηλομᾰνής: -ές, μανιώδης ἐκ ζηλοτυπίας, Ἄρης Ἀνθ. Π. 5. 218, Νόνν. Δ. 41. 211.
Greek Monolingual
ζηλομανής, -ές (Α)
ο μανιώδης από ζηλοτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναιμανής, θεομανής)].
Greek Monotonic
ζηλομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει καταληφθεί από μανία λόγω ζήλιας, σε Ανθ.