ζόη
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
v. ζωή.
German (Pape)
[Seite 1140] ἡ, ion., 1) = ζωή, Her. 1, 85. 4, 112; auch bei den Tragikern an mehreren Stellen, bes. des Eur. – 2) (von ζέΕω) Haut auf der Milch.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ζωή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζόη -ης, ἡ zie ζωή.
Russian (Dvoretsky)
ζόη: ἡ ион. = ζωή.
Greek (Liddell-Scott)
ζόη: ζόα, ζοΐα, ἴδε ἐν λ. ζωή.
Greek Monolingual
ζόη, ἡ (Α)
ιων. και ποιητ. τ. αντί ζωή.
Greek Monotonic
ζόη: ζόα, ζοΐα, βλ. ζωή.