ημιπρηνής

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

-ές
1. ο κατά το ήμισυ πρηνής
2. (γυμναστ.) «ημιπρηνής θέση» — στήριξη του σώματος στο έδαφος με το ένα χέρι και το ένα πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πρηνής «αυτός που έχει το πρόσωπο προς τα κάτω»].