θεοσέπτωρ
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = θεοσεβής, E.Hipp.1364 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1198] ορος, ὁ, = θεοσεβής, Eur. Hipp, 1364.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
adorateur de la divinité.
Étymologie: θεός, σέβω.
Russian (Dvoretsky)
θεοσέπτωρ: ορος adj. m благочестивый, набожный (σεμνὸς καὶ θ. Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοσέπτωρ: -ορος, ὁ, = θεοσεβής. Εὐρ. Ἱππ. 1364.
Greek Monolingual
θεοσέπτωρ, ὁ (Α)
ο θεοσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σέπτωρ (< σέβομαι), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσιαστικό].
Greek Monotonic
θεοσέπτωρ: -ορος, ὁ, = θεοσεβής, σε Ευρ.