θηλυφανής
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
θηλυφανές, like a woman, νεανίσκοι Plu.Thes.23; πάθος AP11.285 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1208] ές, weibisch aussehend, Plut. Thes. 23; weibisch, πάθος Palld. 50 (XI, 285).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'air d'une femme.
Étymologie: θῆλυς, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
θηλῠφᾰνής:
1 женоподобный, женственный (νεανίσκοι Plut.);
2 женский (πάθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυφᾰνής: -ές, ὅμοιος πρὸς γυναῖκα, Πλούτ. Θησ. 23, Ἀνθ. Π. 11. 285.
Greek Monolingual
θηλυφανής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. ευλογοφανής, οφθαλμοφανής].
Greek Monotonic
θηλυφᾰνής: -ές (φαίνομαι), όμοιος με γυναίκα, σε Πλούτ., Ανθ. Π.
Middle Liddell
θηλυ-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
like a woman, Plut., Anth.