θηλυφανής

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυφᾰνής Medium diacritics: θηλυφανής Low diacritics: θηλυφανής Capitals: ΘΗΛΥΦΑΝΗΣ
Transliteration A: thēlyphanḗs Transliteration B: thēlyphanēs Transliteration C: thilyfanis Beta Code: qhlufanh/s

English (LSJ)

θηλυφανές, like a woman, νεανίσκοι Plu.Thes.23; πάθος AP11.285 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1208] ές, weibisch aussehend, Plut. Thes. 23; weibisch, πάθος Palld. 50 (XI, 285).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'air d'une femme.
Étymologie: θῆλυς, φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

θηλῠφᾰνής:
1 женоподобный, женственный (νεανίσκοι Plut.);
2 женский (πάθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θηλυφᾰνής: -ές, ὅμοιος πρὸς γυναῖκα, Πλούτ. Θησ. 23, Ἀνθ. Π. 11. 285.

Greek Monolingual

θηλυφανής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. ευλογοφανής, οφθαλμοφανής].

Greek Monotonic

θηλυφᾰνής: -ές (φαίνομαι), όμοιος με γυναίκα, σε Πλούτ., Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηλυ-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
like a woman, Plut., Anth.