θῆσσα
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
I fem. of θής.
II = Lat. tensa, sacred car, Plu.Cor.25.
German (Pape)
[Seite 1211] ἡ, att. θῆττα, fem. zu θής, die Lohnarbeiterinn, eine Frau aus der Klasse der θῆτες, Harpocr.; Lycophr. 997; adj., τράπεζα, Tagelöhners-Tisch, Eur. Alc. 2; ἑστία El. 205, Schol. erkl. θητικὴ δίαιτα; γυνή Ap. Rh. 1, 193. – Aber bei Plut. Cor. 25 das lat, thensae, Götterwagen.
French (Bailly abrégé)
1ης;
adj. f.
de mercenaire, de thète.
Étymologie: θής.
2ης (ἡ) :
chariot où l'on portait les statues des dieux.
Étym. lat. tensa.
Russian (Dvoretsky)
θῆσσα:
I атт. θῆττα adj. f [θης] поденщицкая, батрацкая (τράπεζα Eur.).
II ἡ (из лат. tensa) священная колесница (для перевозки изображений богов) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θῆσσα: θηλ. τοῦ θής, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἑλληνικὸς τύπος τοῦ Λατ. thensa, ἱερὰ ἅμαξα, Πλούτ. Κορ. 25.
Greek Monolingual
(I)
θῆσσα, ἡ (Α)
θηλ. του θης.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του θης].
(II)
θῆσσα, ἡ (Α)
ιερό άρμα με το οποίο μετέφεραν τα αγάλματα τών θεών για να τά τοποθετήσουν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο («τὰς καλουμένας θήσσας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. της λατ. λ. thensa «άρμα»].
Greek Monotonic
θῆσσα:I. θηλ. του θής, βλ. αυτ.
II. Ελλην. τύπος του Λατ. thensa, ιερό αμάξι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. fem. of θής, q.v.
II. Greek form of Lat. thensa, a sacred car, Plut.
1
1. a poor girl, one obliged to go out for hire, Plut.
2. as adj. θῆσσα τράπεζα menial fare, Eur. [From !θε, Root of τίθημι, a settler.]