θρασύχειρ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾰσύχειρ Medium diacritics: θρασύχειρ Low diacritics: θρασύχειρ Capitals: ΘΡΑΣΥΧΕΙΡ
Transliteration A: thrasýcheir Transliteration B: thrasycheir Transliteration C: thrasycheir Beta Code: qrasu/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, bold of hand, AP7.234 (Phil.); θ. μ[άχ]α, of boxing, B.2.4; in bad sense, θ. καὶ μιαίφονος Id.Scol.Oxy.1361 Fr.5.10, = Scol.Oxy.2081 (e) 10.

German (Pape)

[Seite 1217] mit kühner Faust, Philp. 25 (VII, 234).

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
à la main hardie, intrépide.
Étymologie: θρασύς, χείρ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσύχειρ: χειρος adj. со смелой рукой, отважно борющийся (Ἄρεος πρόμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, τολμηρὸς τὰς χεῖρας, Ἀνθ. Π. 7. 231.

Greek Monolingual

θρασύχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος
2. (για πυγμαχία) βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτόχειρ, μονόχειρ].

Greek Monotonic

θρᾰσύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, ο τολμηρός στο χέρι, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θρᾰσύ-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
bold of hand, Anth.