θρασύχειρ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, bold of hand, AP7.234 (Phil.); θ. μ[άχ]α, of boxing, B.2.4; in bad sense, θ. καὶ μιαίφονος Id.Scol.Oxy.1361 Fr.5.10, = Scol.Oxy.2081 (e) 10.
German (Pape)
[Seite 1217] mit kühner Faust, Philp. 25 (VII, 234).
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
à la main hardie, intrépide.
Étymologie: θρασύς, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύχειρ: χειρος adj. со смелой рукой, отважно борющийся (Ἄρεος πρόμος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, τολμηρὸς τὰς χεῖρας, Ἀνθ. Π. 7. 231.
Greek Monolingual
θρασύχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος
2. (για πυγμαχία) βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτόχειρ, μονόχειρ].
Greek Monotonic
θρᾰσύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ, ο τολμηρός στο χέρι, σε Ανθ. Π.