ικρίο

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

το (Α ἰκρίον και ἴκριον)
ικρίωμα, σκαλωσιά
αρχ.
1. θεωρείο
2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια
α) σανίδωμα του καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων
β) οι πλευρές του πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή
γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την επιφάνεια του εδάφους, εξέδρα
δ) ξύλινος πύργος
ε) τα καθίσματα του θεάτρου
στ) ιστός, κατάρτι
ζ) εκκλ. ο σταυρός
η) ράβδος
θ) στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ικριόεις, ικριώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικριοποιός].