κάμποσος
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Greek Monolingual
και καμπόσος, -η, -ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, -η, -ον)
ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα»)
νεοελλ.
φρ. α) (ειρωνικά, για ανθρώπους που είναι γνωστοί, αλλά δεν θέλει κάποιος να τους κατονομάσει) «καμπόσοι-καμπόσοι» — μερικοί, κάποιοι
β) «μάς κάνει τον καμπόσο» — θέλει να φαίνεται σπουδαίος, παληκαράς.
επίρρ...
κάμποσο (Μ και κάμποσα και κάποσα και κάμποσο[ν] και καμποσῶς)
αρκετά, επαρκώς, αισθητά, κάπως, σε ικανοποιητικό βαθμό
μσν.
1. για αρκετό χρονικό διάστημα
2. (ο τ. καμποσώς) ποσώς, καθόλου, καθ' ολοκληρίαν («στὴν κεφαλὴν του καμποσῶς νὰ τοῦ τὸ ἔχουν βάλει», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πόσος.