κάμποσος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

και καμπόσος, -η, -ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, -η, -ον)
ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα»)
νεοελλ.
φρ. α) (ειρωνικά, για ανθρώπους που είναι γνωστοί, αλλά δεν θέλει κάποιος να τους κατονομάσει) «καμπόσοι-καμπόσοι» — μερικοί, κάποιοι
β) «μάς κάνει τον καμπόσο» — θέλει να φαίνεται σπουδαίος, παληκαράς.
επίρρ...
κάμποσο (Μ και κάμποσα και κάποσα και κάμποσο[ν] και καμποσῶς)
αρκετά, επαρκώς, αισθητά, κάπως, σε ικανοποιητικό βαθμό
μσν.
1. για αρκετό χρονικό διάστημα
2. (ο τ. καμποσώς) ποσώς, καθόλου, καθ' ολοκληρίαν («στὴν κεφαλὴν του καμποσῶς νὰ τοῦ τὸ ἔχουν βάλει», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πόσος.