Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάμποσος

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

και καμπόσος, -η, -ο (Μ κά(μ)ποσος και κα(μ)πόσος και καμπόσιος και κιαμπόσος και οκά(μ)ποσος, -η, -ον)
ο ποσοτικά ή αριθμητικά σημαντικός, αρκετός, όχι λίγος, επαρκής (α. «κάμποσος κόσμος» β. «κάμποσα πρόβατα»)
νεοελλ.
φρ. α) (ειρωνικά, για ανθρώπους που είναι γνωστοί, αλλά δεν θέλει κάποιος να τους κατονομάσει) «καμπόσοι-καμπόσοι» — μερικοί, κάποιοι
β) «μάς κάνει τον καμπόσο» — θέλει να φαίνεται σπουδαίος, παληκαράς.
επίρρ...
κάμποσο (Μ και κάμποσα και κάποσα και κάμποσο[ν] και καμποσῶς)
αρκετά, επαρκώς, αισθητά, κάπως, σε ικανοποιητικό βαθμό
μσν.
1. για αρκετό χρονικό διάστημα
2. (ο τ. καμποσώς) ποσώς, καθόλου, καθ' ολοκληρίαν («στὴν κεφαλὴν του καμποσῶς νὰ τοῦ τὸ ἔχουν βάλει», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πόσος.