κάρταλος

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, auch κάρταλλος geschrieben, ein unten spitz zulaufender Korb, LXX., Clem. Al.

Greek Monolingual

κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)
καλάθι με στενή συνήθως βάση
αρχ.
1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή
2. κλουβί για πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kert- «στρίβω, στρέφω μαζί, συστρέφω». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα καρταλάμιον «μικρό καλάθι» και καρτάλαμον].