κήρα

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρα Medium diacritics: κήρα Low diacritics: κήρα Capitals: ΚΗΡΑ
Transliteration A: kḗra Transliteration B: kēra Transliteration C: kira Beta Code: kh/ra

English (LSJ)

ἡ, Lat. cera, wax tablet, POxy.2110.4 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1433] ἡ, = κήρ, Verderben, Schaden; Tim. Lex. Plat. erklärt ἀκέραιοι οἱ ἔξω κήρας, wie B. A. 364; wenn nicht überall κηρός zu ändern, s. Lob. paralip. 145.

Greek (Liddell-Scott)

κήρα: ἡ, = κήρ, Λοβεκ. Παρ. 145.

Greek Monolingual

(I)
κήρα, ἡ (Α) κηρός
κηρωτή πινακίδα αλειμμένη με κερί.
(II)
η (Μ κήρα)
νεοελλ.
(μόνο στη φρ. «μώρα και κήρα»)
ως κατάρα
μσν.
η κηρ
η καταστροφή ο όλεθρος, ο θάνατος («κήρας ὑπέρτερος», Κορυδαλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κήρ (I) κατά τα πρωτόκλιτα θηλ.].