κήρα
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
ἡ, Lat. cera, wax tablet, POxy.2110.4 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1433] ἡ, = κήρ, Verderben, Schaden; Tim. Lex. Plat. erklärt ἀκέραιοι οἱ ἔξω κήρας, wie B. A. 364; wenn nicht überall κηρός zu ändern, s. Lob. paralip. 145.
Greek (Liddell-Scott)
κήρα: ἡ, = κήρ, Λοβεκ. Παρ. 145.
Greek Monolingual
(I)
κήρα, ἡ (Α) κηρός
κηρωτή πινακίδα αλειμμένη με κερί.
(II)
η (Μ κήρα)
νεοελλ.
(μόνο στη φρ. «μώρα και κήρα»)
ως κατάρα
μσν.
η κηρ
η καταστροφή ο όλεθρος, ο θάνατος («κήρας ὑπέρτερος», Κορυδαλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κήρ (I) κατά τα πρωτόκλιτα θηλ.].