κακοήθευμα
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
-ατος, τό, malicious deed, Plu.Pomp. 37.
German (Pape)
[Seite 1300] τό, boshafte, arglistige Rede oder Handlung, Plut. Pomp. 37.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de méchanceté (en parole ou en action).
Étymologie: κακοήθης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοήθευμα -ατος, τό [κακοηθεύομαι] slechte daad, rotstreek.
Russian (Dvoretsky)
κακοήθευμα: ατος τό дурной поступок или, злобная речь Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοήθευμα: τό, κακοήθης πρᾶξις Πλουτ. Πομπ. 37.
Greek Monolingual
κακοήθευμα, τὸ (Α) κακοηθεύομαι
κακοήθης λόγος ή πράξη.
Greek Monotonic
κᾰκοήθευμα: -ατος, τό, αχρεία πράξη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
κᾰκοήθευμα, ατος, τό,
a malicious deed, Plut. [from κᾰκοήθης]