καλλίναος

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίνᾰος Medium diacritics: καλλίναος Low diacritics: καλλίναος Capitals: ΚΑΛΛΙΝΑΟΣ
Transliteration A: kallínaos Transliteration B: kallinaos Transliteration C: kallinaos Beta Code: kalli/naos

English (LSJ)

[ῐ], ον, beautifully flowing, Κηφισός E.Med.835 (lyr.), cf. Alc.589(lyr.); κρήνη A.R.1.1228: Sup., Hsch. (καλλινοτάτη cod.).

German (Pape)

[Seite 1310] schön fließend; Κηφισός Eur. Med. 835; sp. D., Ap. Rh. 1, 1228, πῖδαξ Hermocrat. 1 (IX, 327); – καλλιναώτατος Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui roule ou fait jaillir de belles eaux.
Étymologie: καλός, νάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίναος -ον [καλός, νάω] fraai stromend.

Russian (Dvoretsky)

καλλίνᾰος: (ῐ) красиво текущий (Κηφισός Eur.; πῖδαξ Anth.).

Greek Monolingual

καλλίναος, -ον (Α)
αυτός που ρέει ωραία, ο καλλίρροος («τοῦ καλλινάου τ' ἄπο Κηφισοῦ ῥοάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ναος (< νάω «ρέω»), πρβλ. αέναος].

Greek Monotonic

καλλίνᾰος: -ον, καλλίρροος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίνᾰος: -ον, ὁ καλῶς ῥέων, καλλίρροος, Κηφισός Εὐρ. Μήδ. 835, πρβλ. Ἄλκ. 589.

Middle Liddell

καλλί-νᾰος, ον
beautiful-flowing, Eur.