καλλίναος
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
[ῐ], ον, beautifully flowing, Κηφισός E.Med.835 (lyr.), cf. Alc.589(lyr.); κρήνη A.R.1.1228: Sup., Hsch. (καλλινοτάτη cod.).
German (Pape)
[Seite 1310] schön fließend; Κηφισός Eur. Med. 835; sp. D., Ap. Rh. 1, 1228, πῖδαξ Hermocrat. 1 (IX, 327); – καλλιναώτατος Hesych.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui roule ou fait jaillir de belles eaux.
Étymologie: καλός, νάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίναος -ον [καλός, νάω] fraai stromend.
Russian (Dvoretsky)
καλλίνᾰος: (ῐ) красиво текущий (Κηφισός Eur.; πῖδαξ Anth.).
Greek Monolingual
καλλίναος, -ον (Α)
αυτός που ρέει ωραία, ο καλλίρροος («τοῦ καλλινάου τ' ἄπο Κηφισοῦ ῥοάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ναος (< νάω «ρέω»), πρβλ. αέναος].
Greek Monotonic
καλλίνᾰος: -ον, καλλίρροος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίνᾰος: -ον, ὁ καλῶς ῥέων, καλλίρροος, Κηφισός Εὐρ. Μήδ. 835, πρβλ. Ἄλκ. 589.