καμάκινος

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰκῐνος Medium diacritics: καμάκινος Low diacritics: καμάκινος Capitals: ΚΑΜΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: kamákinos Transliteration B: kamakinos Transliteration C: kamakinos Beta Code: kama/kinos

English (LSJ)

καμάκινον, made of reed or cane, δόρυ κ., opp. κρανέϊνον, X. Eq.12.12.

German (Pape)

[Seite 1316] aus einer Stange gemacht, δόρυ, als zerbrechlich getadelt, Xen. de re equ. 12, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec une perche.
Étymologie: κάμαξ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμάκῐνος: (μᾰ) сделанный из тростника, камышовый (т. е. хрупкий, ломкий) (δόρυ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμάκῐνος: -ον, (κάμαξ) κατασκευασμένος ἐκ καλάμου ἤ ὁμοίας εὐθραύστου ὕλης, δόρυ καμάκινον, ἀντίθετον τῷ κρανέϊνον, Ξεν. Ἱππ. 12, 12.

Greek Monolingual

καμάκινος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από καλάμι, ξύλο ή από παρόμοια εύθραυστη ύλη («δόρυ καμάκινον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφνινος, ξύλινος)].

Greek Monotonic

κᾰμάκῐνος: -ον (κάμαξ), φτιαγμένος από καλάμι, καλαμένιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

κᾰμάκῐνος, ον κάμαξ
made of reed or cane, Xen.