καμάκινος
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
English (LSJ)
καμάκινον, made of reed or cane, δόρυ κ., opp. κρανέϊνον, X. Eq.12.12.
German (Pape)
[Seite 1316] aus einer Stange gemacht, δόρυ, als zerbrechlich getadelt, Xen. de re equ. 12, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait avec une perche.
Étymologie: κάμαξ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμάκῐνος: (μᾰ) сделанный из тростника, камышовый (т. е. хрупкий, ломкий) (δόρυ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμάκῐνος: -ον, (κάμαξ) κατασκευασμένος ἐκ καλάμου ἤ ὁμοίας εὐθραύστου ὕλης, δόρυ καμάκινον, ἀντίθετον τῷ κρανέϊνον, Ξεν. Ἱππ. 12, 12.
Greek Monolingual
καμάκινος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από καλάμι, ξύλο ή από παρόμοια εύθραυστη ύλη («δόρυ καμάκινον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφνινος, ξύλινος)].
Greek Monotonic
κᾰμάκῐνος: -ον (κάμαξ), φτιαγμένος από καλάμι, καλαμένιος, σε Ξεν.