Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
το
1. φρουρά, φυλάκιο, βάρδια
2. φρουρός, σκοπός, φύλακας
3. συνεκδ. παρατηρητήριο, σκοπιά, βίγλα
4. φρ. «κρατώ καραούλι» ή «φυλάω καραούλι»
α) φρουρώ, φυλάγω
β) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. < τουρκ. karakol «φρουρά»].