κατακείω

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακείω Medium diacritics: κατακείω Low diacritics: κατακείω Capitals: ΚΑΤΑΚΕΙΩ
Transliteration A: katakeíō Transliteration B: katakeiō Transliteration C: katakeio Beta Code: katakei/w

English (LSJ)

= κατάκειμαι, used in imperat. and as fut., δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ' ἰόντες Od.7.188, 18.408; σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ' ἰόντες ib.419; κακκείοντες, Ep. part., in phrases οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε, κλισίηνδε ἕκαστος, Il.1.606, 23.58.

German (Pape)

[Seite 1352] desiderat. zu κατάκειμαι, ich will mich niederlegen; Hom. in der ep. Form κακκείοντες statt κατακείοντες, Il. 1, 606 u. öfter; δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ' ἰόντες Od. 7, 188. 18, 408; ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ' ἰόντες 18, 419.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. au sens du fut., part. κακκείοντες par sync. p. κατακείοντες;
avoir envie de se coucher, aller se coucher.
Étymologie: κατά, κείω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακείω [κατάκειμαι] ep. ptc. praes. act. nom. m. plur. κακκείοντες, naar bed gaan, gaan slapen:. ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ’ ἰόντες om na het plengen thuis te gaan slapen Od. 18.419.

Russian (Dvoretsky)

κατακείω: (эп. part. κακκείοντες) хотеть лечь (спать): οἱ κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε Hom. они ушли домой спать.

Greek (Liddell-Scott)

κατακείω: κατάκειμαι, ἀναπαύομαι, κοιμῶμαι, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ σημασίας μέλλοντος, δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ’ ἰόντες Ὀδ. Η. 188, Σ. 407· σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ’ ἰόντες (Ἐπικ. ἀντὶ -κείωμεν) αὐτόθι 418· κακκείοντες, Ἐπικ. μετόχ., ἐν τῇ φράσει, οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε (ἢ κλισίηνδε) ἕκαστος Ἰλ. Α. 606, 58, Ὀδ. Η. 229, Ν. 17.

English (Autenrieth)

subj. κατακείομεν, part. sync. κακκείοντες: lie down; as desiderative, part. w. ἔβαν, went to lie down, to sleep, Il. 1.606, Od. 1.424.

Spanish

acostarse

Greek Monolingual

κατακείω (Α)
αναπαύομαι, κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κείω «επιθυμώ να ξαπλώσω», εφετικό του κείμαι].

Greek Monotonic

κατακείω: χρησιμ. ως μέλ. του κατάκειμαι, κατακείτετε οἴκαδ' ἰόντες, σε Ομήρ. Οδ.· σπείσαντες κατακείομεν (Επικ. αντί -κείωμεν), στο ίδ.· κακκείοντες ἔβαν (Επικ. μτχ.), πήγαν να αναπαυθούν, να κοιμηθούν, σε Όμηρ.

Léxico de magia

acostarse ἐπερεῖς τὴν ἐντυχίαν ταύτην, καὶ εἰπὼν κατάκου ἐπὶ τῶν στρωμάτων κατέχων καὶ τὴν πινακίδα καὶ τὸ γραφεῖον añadirás esta petición y, al decirla, acuéstate sobre una estera sujetando la tablilla y el estilo P XIII 136 P XIII 695