κατανθρακίζω

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανθρᾰκίζω Medium diacritics: κατανθρακίζω Low diacritics: κατανθρακίζω Capitals: ΚΑΤΑΝΘΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: katanthrakízō Transliteration B: katanthrakizō Transliteration C: katanthrakizo Beta Code: katanqraki/zw

English (LSJ)

= κατανθρακόω (burn to cinders, burn to ashes, burn out) ; metaph, of love, AP 12.99.

German (Pape)

[Seite 1365] verkohlen, übertr., βλέμμα κατανθρακίζει με Ep. ad. 9 (XII, 99).

French (Bailly abrégé)

c. κατανθρακόω.
Étymologie: κατά, ἀνθρακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατανθρακίζω [κατά, ἄνθραξ] verbranden; overdr.: με... βλέμμα κατηνθράκισεν zijn blik heeft mij verteerd AP. 12.99.4.

Russian (Dvoretsky)

κατανθρακίζω: Anth. = κατανθρακόω.

Greek Monolingual

κατανθρακίζω (Α)
(για τον έρωτα) φλογίζω.

Greek Monotonic

κατανθρᾰκίζω: μέλ. -ίσω, σχηματίζω θράκα καίγοντας, αφήνω πίσω μου αποκαΐδια, στάχτες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κατανθρᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 99.

Middle Liddell

fut. ίσω
to burn to cinders, Anth.