κατασμύχω

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασμύχω Medium diacritics: κατασμύχω Low diacritics: κατασμύχω Capitals: ΚΑΤΑΣΜΥΧΩ
Transliteration A: katasmýchō Transliteration B: katasmychō Transliteration C: katasmycho Beta Code: katasmu/xw

English (LSJ)

[ῡ], burn with a slow fire, burn up, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας Il.9.653: metaph., ὅς με κατασμύχων, of love, Theoc.3.17:—in Pass., of a disappointed rival, waste away, Id.8.90, cf. Phalar.Ep. 144.4; σεσηρός τι καὶ κατεσμυγμένον ὑποβλέπειν Hld.7.21.

German (Pape)

[Seite 1379] (am langsam schmauchenden Feuer) verbrennen, verschwelen, verzehren; κατὰ δὲ σμ ύξαι πυρὶ νῆας Il. 9, 649; von der Liebe, Theocr. 3, 17; ὡς δὲ κατεσμύχθη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ 8, 90; vgl. Paul. Sil. 24 (V, 254) μὴ μάστιξ με κατασμύξῃ; κατεσμυγμένον ὑποβλέψασα, mit schmachtendem Blick, Heliod. 7, 21.

French (Bailly abrégé)

brûler, consumer.
Étymologie: κατά, σμύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σμύχω met smeulend vuur verbranden:; κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας de schepen met vuur verbranden Il. 9.653 (tmesis); overdr.: με κατασμύχων (Eros), die mij verbrandt Theocr. 3.17.

Russian (Dvoretsky)

κατασμύχω: (ῡ)
1 сжигать (πυρὶ νῆας Hom. - in tmesi);
2 мучить, терзать, томить (τινά Theocr., Anth.); pass. томиться, страдать (κατεσμύχθη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Theocr.).

Greek Monolingual

κατασμύχω (AM)
1. κατακαίω με χαμηλή φωτιά, κουφοκαίω κάτι
2. (για τον έρωτα) σιγοκαίω, κάνω κάποιον να λειώνει σιγά σιγά
3. φρ. «κατεσμυγμένον ὐποβλέψασα» — αφού τον κοίταξε με εμπάθεια (Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σμύχω «σιγοκαίω»].

Greek Monotonic

κατασμύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, σιγοκαίω, καίω σε σιγανή φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ. λέγεται για την αγάπη, σε Θεόκρ.· στην Παθ. λέγεται για τον εραστή, κατακαίομαι, μαραίνομαι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασμύχω: ῡ, καίω δι’ ἡσύχου πυρός, κατακαίω, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας Ἰλ. Ι. 9. 633· μεταφ., ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὀστέον ἄχρις ἰάπτει, ἐπὶ ἔρωτος, ὅστις δίκην πυρὸς κατακαίει, Θεόκρ. 3. 17· ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ τοῦ ἐραστοῦ, κατακαίομαι, κατατήκομαι, μαραίνομαι, (πρβλ. Λατιν. uro, uritur mihi cor), κατεσμύχθη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ ὁ αὐτ. 8. 90, πρβλ. 104· σεσηρός τι καὶ κατεσμυγμένον ὑποβλέψασα, καταφρονητικῶς καὶ ἐμπαθῶς κυττάξασα, Ἡλιόδ. 7. 21.- Καθ’ Ἡσύχ. «κατασμῦξαι· μαρᾶναι, καῦσαι, ἐμπρῆσαι».

Middle Liddell

fut. ξω
to burn with a slow fire, burn up, Il.; metaph. of love, Theocr.; in Pass., of a lover, to smoulder away, Theocr.