καταυχέω
From LSJ
English (LSJ)
exult in, πλήθει καταυχήσας νεῶν A.Pers.352.
German (Pape)
[Seite 1387] stolz sein auf Etwas, womit prahlen, πλήθει καταυχήσας νεῶν Aesch. Fers. 344.
French (Bailly abrégé)
καταυχῶ :
se glorifier de, τινι.
Étymologie: κατά, αὐχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αυχέω zeer trots zijn:. πλήθει καταυχήσας νεῶν trots op de overmacht aan schepen Aeschl. Pers. 352.
Russian (Dvoretsky)
καταυχέω: хвалиться, гордиться (πλήθει νεῶν Aesch.).
Greek Monotonic
καταυχέω: μέλ. -ήσω, υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
καταυχέω: ὑπερηφανεύομαι, μεγαλαυχῶ διά τι, πλήθει καταυχήσας νεῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 352.