κατισχυρεύομαι

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχῡρεύομαι Medium diacritics: κατισχυρεύομαι Low diacritics: κατισχυρεύομαι Capitals: ΚΑΤΙΣΧΥΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katischyreúomai Transliteration B: katischyreuomai Transliteration C: katischyreyomai Beta Code: katisxureu/omai

English (LSJ)

strengthen oneself, be violent, Aq.Ps.85(86).14.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχυρεύομαι: ὁ Σουΐδ. «ἐτραχηλίασεν· κατισχυρεύσατο ἢ ἐγαυρίασεν».

Greek Monolingual

κατισχυρεύομαι (Α)
εκτραχηλίζομαι, καμαρώνω για τη δύναμη μου και φέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχυρεύομαι (< ἰσχυρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].