κατισχυρεύομαι
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
strengthen oneself, be violent, Aq.Ps.85(86).14.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχυρεύομαι: ὁ Σουΐδ. «ἐτραχηλίασεν· κατισχυρεύσατο ἢ ἐγαυρίασεν».
Greek Monolingual
κατισχυρεύομαι (Α)
εκτραχηλίζομαι, καμαρώνω για τη δύναμη μου και φέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχυρεύομαι (< ἰσχυρός), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].