κατώδυνος
From LSJ
English (LSJ)
κατώδυνον, in great pain or affliction, LXX 1 Ki.1.10, al.
German (Pape)
[Seite 1406] große Schmerzen habend, LXX, v.l. κατόδυνος, vgl. Lob. zu Phryn. 712.
Greek (Liddell-Scott)
κατώδῠνος: -ον, ὢν ἐν μεγάλῳ πόνῳ ἢ θλίψει, ἔχων μεγάλην ὀδύνην, Ἑβδ. (Ἰουδ. ΙΗ΄, 25). Ἐπίρρ. -νως.
Greek Monolingual
κατώδυνος, -ον (ΑΜ)
λυπηρός, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια, θλιμμένος, λυπημένος.
επίρρ...
κατωδύνως (Μ)
με μεγάλη λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ανώδυνος, επώδυνος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].