κεντρομόλος
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
Greek Monolingual
και κεντρομόλος, -ο, θηλ. και -α
1. αυτός που φέρεται, που τείνει προς το κέντρο, που εκτελεί κίνηση από την περιφέρεια προς το κέντρο
2. (ανατ.-φυσιολ.) όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει νεύρα, νευρικές οδούς ή νευρικές διεγέρσεις που φέρονται προς το κεντρικό νευρικό σύστημα, αλλ. προσαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. γαλλ. centripete < centri) < κέντρον + -pete (< λατ. -petus < petere «αναζητώ, ορμώ»). Η λ., στον τ. κεντρόμολος, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].