κοιτάριος
From LSJ
Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen
English (LSJ)
α, ον, for beds, σινδόνες Edict.Diocl. 28.16,31.
Greek Monolingual
κοιτάριος -ία, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον
μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες»)
2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius)].