κοιτάριος

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτάριος Medium diacritics: κοιτάριος Low diacritics: κοιτάριος Capitals: ΚΟΙΤΑΡΙΟΣ
Transliteration A: koitários Transliteration B: koitarios Transliteration C: koitarios Beta Code: koita/rios

English (LSJ)

α, ον, for beds, σινδόνες Edict.Diocl. 28.16,31.

Greek Monolingual

κοιτάριος -ία, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον
μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες»)
2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius)].