κρυφόνους
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
κρυφόνουν, = κρυψίνους, EM20.49; cf. κρυφίνους.
German (Pape)
[Seite 1516] = κρυψίνους, E. M. 20, 49.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφόνους: ουν, = κρυψίνους, Ἐτυμολ. Μέγ. 20. 39· παρ’ Ἡσύχ. κρυφίνους.
Greek Monolingual
κρυφόνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
κρυψίνους, ύπουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφ(ο)- + νοῦς (πρβλ. αυτόνους, φαιδρόνους)].