κυανέω
From LSJ
English (LSJ)
to be dark in colour, D.P.1111, Phryn.PSp.80 B. [ῡ, metrigr.]
German (Pape)
[Seite 1521] dunkelblau oder schwarz aussehen; ὑπὸ χρόα κυανέουσι D. Per. 1111; κυανεῖ ἡ θάλασσα B. A. p. 46.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνέω: κυανίζω, μελανίζω, φαίνομαι μαυρογάλαζος, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ μελανέω, Διον. Π. 1111, Α. Β. 46. ῡ, χάριν τοῦ μέτρου.