λάμαχος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμαχος Medium diacritics: λάμαχος Low diacritics: λάμαχος Capitals: ΛΑΜΑΧΟΣ
Transliteration A: lámachos Transliteration B: lamachos Transliteration C: lamachos Beta Code: la/maxos

English (LSJ)

ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος, Hsch. λάμβαι· τὰ χάσματα, ἢ οἱ μόνοι τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰχθῦς, Id.; cf. λάμβα, sapula, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 10] sehr streitbar, sehr kampflustig, Hesych. S. nom. pr.

Greek Monolingual

λάμαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα-, επιτατικό μόριο, + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. παλαίμαχος, πολύμαχος].

Greek Monotonic

λάμᾰχος: [ᾰ], -ον (λα-, μάχομαι), πρόθυμος για μάχη, γνωστός Αθηναίος στρατηγός, σε Αριστοφ., Θουκ.